κορυδαλλός

κορυδαλλός
Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των κορυδαλλιδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Alauda arvensis. Το μήκος του σώματός του φτάνει έως περίπου 12 εκ., ενώ η ουρά του έχει μήκος 8 εκ. Το φτέρωμά του είναι γκρίζο-καφέ στο επάνω μέρος του σώματος και άσπρο στην κοιλιά. Το κεφάλι φέρει προς τα πίσω ένα μικρό λοφίο. Ο κ. είναι διαδεδομένος στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, απ’ όπου με τα πρώτα κρύα μεταναστεύει προς νοτιότερες περιοχές. Φτιάχνει τη φωλιά του σε κοιλώματα του εδάφους προστατευμένα από τη βλάστηση. Τρέφεται με έντομα και σπόρους το καλοκαίρι και αποκλειστικά με σπόρους τον χειμώνα. Έχει μελωδική φωνή και κελαηδά ακόμα και όταν πετά. Θηρεύεται εντατικά για το νόστιμο κρέας του. Ο κορυδαλλός ονομάζεται επίσης σιταρήθρα και κατσουλιέρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κορυδαλλός — lark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδαλλός — κορυδαλλίς lark masc nom sg κορυδαλλός lark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλός — I Αρχαίος δήμος της Αττικής που βρισκόταν, κατά τον Στράβωνα, στον λόφο του Κορυδαλλού, απέναντι από τη Σαλαμίνα. Ο δήμος αυτός ανήκε αρχικά στην Ιπποθοωντίδα φυλή και αργότερα στην Ατταλίδα. Οι κάτοικοί του ονομάζονταν Κορυδαλλείς. II Ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κορυδαλλός — ο γένος πουλιών της οικογένειας των κορυδαλλιδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • КОРИДАЛЛ —    • Κορύδαλλός,          см. Attica, Аттика, 1 …   Реальный словарь классических древностей

  • Κορυδαλλοῖς — Κορυδαλλός lark masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλοί — Κορυδαλλός lark masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλοῦ — Κορυδαλλός lark masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλῶ — Κορυδαλλός lark masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλῷ — Κορυδαλλός lark masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”